μερισματαπόδειξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερισματαπόδειξη οι μερισματαποδείξεις
      γενική της μερισματαπόδειξης των μερισματαποδείξεων
    αιτιατική τη μερισματαπόδειξη τις μερισματαποδείξεις
     κλητική μερισματαπόδειξη μερισματαποδείξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερισματαπόδειξη < μέρισμα (μερίσματος) + απόδειξη

Ουσιαστικό

μερισματαπόδειξη θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.