μερισματόγραφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μερισματόγραφο τα μερισματόγραφα
      γενική του μερισματόγραφου των μερισματόγραφων
    αιτιατική το μερισματόγραφο τα μερισματόγραφα
     κλητική μερισματόγραφο μερισματόγραφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερισματόγραφο < μέρισμα (μερίσματος) + -γραφο (<γράφω)

Ουσιαστικό

μερισματόγραφο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.