κουπόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουπόνι | τα | κουπόνια |
| γενική | του | κουπονιού | των | κουπονιών |
| αιτιατική | το | κουπόνι | τα | κουπόνια |
| κλητική | κουπόνι | κουπόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈpo.ni/
Ουσιαστικό
κουπόνι ουδέτερο
- χάρτινο απόκομμα από έγγραφο, έντυπο ή συσκευασία προϊόντος που δίνει στον κάτοχό του δικαίωμα σε έκπτωση, δώρο, παροχή υπηρεσίας κ.λπ
- εκπτωτικό κουπόνι
- με τα κουπόνια της εφημερίδας απέκτησα μια δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια
- το απόκομμα που αντιστοιχεί σε ορισμένο ποσό, το οποίο έχει δοθεί για οικονομική ενίσχυση πολιτικού κόμματος, σωματείου, φιλανθρωπικού οργανισμού κ.λπ.
- κάθε μέλος του κόμματος αναλαμβάνει να πουλήσει κουπόνια για την ετήσια οικονομική εξόρμηση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.