τμηματάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τμηματάρχης οι τμηματάρχες
      γενική του
του/της
τμηματάρχη
τμηματάρχου
των τμηματαρχών
    αιτιατική τον/την τμηματάρχη τους/τις τμηματάρχες
     κλητική τμηματάρχη
(τμηματάρχα)
τμηματάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τμηματάρχης < (τμήμα) τμηματ- + -άρχης

Προφορά

ΔΦΑ : /tmi.maˈtaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τμηματάρχης

Ουσιαστικό

τμηματάρχης αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό τμηματάρχισσα)

  1. προϊστάμενος ενός διοικητικού τμήματος σε δημόσια ή ιδιωτική εταιρεία
  2. (ειδικότερα) δημόσιος υπάλληλος που ιεραρχικά είναι κάτω από τον διευθυντή και πάνω από τον εισηγητή

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις τμήμα και άρχω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.