τηλεκατευθυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηλεκατευθυνόμενος | η | τηλεκατευθυνόμενη | το | τηλεκατευθυνόμενο |
| γενική | του | τηλεκατευθυνόμενου | της | τηλεκατευθυνόμενης | του | τηλεκατευθυνόμενου |
| αιτιατική | τον | τηλεκατευθυνόμενο | την | τηλεκατευθυνόμενη | το | τηλεκατευθυνόμενο |
| κλητική | τηλεκατευθυνόμενε | τηλεκατευθυνόμενη | τηλεκατευθυνόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηλεκατευθυνόμενοι | οι | τηλεκατευθυνόμενες | τα | τηλεκατευθυνόμενα |
| γενική | των | τηλεκατευθυνόμενων | των | τηλεκατευθυνόμενων | των | τηλεκατευθυνόμενων |
| αιτιατική | τους | τηλεκατευθυνόμενους | τις | τηλεκατευθυνόμενες | τα | τηλεκατευθυνόμενα |
| κλητική | τηλεκατευθυνόμενοι | τηλεκατευθυνόμενες | τηλεκατευθυνόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηλεκατευθυνόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος τηλεκατευθύνω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τηλεκατευθύνω, κατευθύνω και ευθύς
Μεταφράσεις
τηλεκατευθυνόμενος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.