τηλεκατευθύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τηλεκατευθύνω < τηλε- + κατευθύνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική téléguider)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- τηλεκατευθυνόμενο
- τηλεκατευθυνόμενος
- → δείτε τις λέξεις τηλε-, κατευθύνω και ευθύς
Μεταφράσεις
τηλεκατευθύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.