τηλεκατευθυνόμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τηλεκατευθυνόμενο | τα | τηλεκατευθυνόμενα |
| γενική | του | τηλεκατευθυνόμενου | των | τηλεκατευθυνόμενων |
| αιτιατική | το | τηλεκατευθυνόμενο | τα | τηλεκατευθυνόμενα |
| κλητική | τηλεκατευθυνόμενο | τηλεκατευθυνόμενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεκατευθυνόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τηλεκατευθυνόμενος
Μεταφράσεις
τηλεκατευθυνόμενο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.