τηγανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηγανισμένος | η | τηγανισμένη | το | τηγανισμένο |
| γενική | του | τηγανισμένου | της | τηγανισμένης | του | τηγανισμένου |
| αιτιατική | τον | τηγανισμένο | την | τηγανισμένη | το | τηγανισμένο |
| κλητική | τηγανισμένε | τηγανισμένη | τηγανισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηγανισμένοι | οι | τηγανισμένες | τα | τηγανισμένα |
| γενική | των | τηγανισμένων | των | τηγανισμένων | των | τηγανισμένων |
| αιτιατική | τους | τηγανισμένους | τις | τηγανισμένες | τα | τηγανισμένα |
| κλητική | τηγανισμένοι | τηγανισμένες | τηγανισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηγανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τηγανίζω
Μεταφράσεις
τηγανισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.