τηγανιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηγανιστός | η | τηγανιστή | το | τηγανιστό |
| γενική | του | τηγανιστού | της | τηγανιστής | του | τηγανιστού |
| αιτιατική | τον | τηγανιστό | την | τηγανιστή | το | τηγανιστό |
| κλητική | τηγανιστέ | τηγανιστή | τηγανιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηγανιστοί | οι | τηγανιστές | τα | τηγανιστά |
| γενική | των | τηγανιστών | των | τηγανιστών | των | τηγανιστών |
| αιτιατική | τους | τηγανιστούς | τις | τηγανιστές | τα | τηγανιστά |
| κλητική | τηγανιστοί | τηγανιστές | τηγανιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηγανιστός < ελληνιστική κοινή τηγανιστός < τηγανίζω < τήγανον < αρχαία ελληνική τάγηνον
Μεταφράσεις
τηγανιστός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.