αποτερματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποτερματισμός | οι | αποτερματισμοί |
| γενική | του | αποτερματισμού | των | αποτερματισμών |
| αιτιατική | τον | αποτερματισμό | τους | αποτερματισμούς |
| κλητική | αποτερματισμέ | αποτερματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποτερματισμός < ελληνιστική κοινή ἀποτερματισμός < ἀποτερματίζω < ἀπό + τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα
Μεταφράσεις
αποτερματισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.