τερματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /teɾ.maˈti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τερ‐μα‐τί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
τερματίζομαι, π.αόρ.: τερματίστηκα, μτχ.π.π.: τερματισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος τερματίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.