ατερμάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ατερμάτιστος | η | ατερμάτιστη | το | ατερμάτιστο |
| γενική | του | ατερμάτιστου | της | ατερμάτιστης | του | ατερμάτιστου |
| αιτιατική | τον | ατερμάτιστο | την | ατερμάτιστη | το | ατερμάτιστο |
| κλητική | ατερμάτιστε | ατερμάτιστη | ατερμάτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ατερμάτιστοι | οι | ατερμάτιστες | τα | ατερμάτιστα |
| γενική | των | ατερμάτιστων | των | ατερμάτιστων | των | ατερμάτιστων |
| αιτιατική | τους | ατερμάτιστους | τις | ατερμάτιστες | τα | ατερμάτιστα |
| κλητική | ατερμάτιστοι | ατερμάτιστες | ατερμάτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ατερμάτιστος
- που δεν τερματίστηκε, ατέλειωτος, απεραίωτος
- ο αγώνας που έδινε για χρόνια ήταν ατερμάτιστος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τέρμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.