τερματισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερματισμένος η τερματισμένη το τερματισμένο
      γενική του τερματισμένου της τερματισμένης του τερματισμένου
    αιτιατική τον τερματισμένο την τερματισμένη το τερματισμένο
     κλητική τερματισμένε τερματισμένη τερματισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερματισμένοι οι τερματισμένες τα τερματισμένα
      γενική των τερματισμένων των τερματισμένων των τερματισμένων
    αιτιατική τους τερματισμένους τις τερματισμένες τα τερματισμένα
     κλητική τερματισμένοι τερματισμένες τερματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τερματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τερματίζω

Μετοχή

τερματισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.