τερέτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερέτισμα τα τερετίσματα
      γενική του τερετίσματος των τερετισμάτων
    αιτιατική το τερέτισμα τα τερετίσματα
     κλητική τερέτισμα τερετίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερέτισμα < αρχαία ελληνική τερέτισμα < τερετίζω < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

τερέτισμα ουδέτερο

  1. ο λαρυγγισμός ή το (σιγανό) κελάηδημα ή τιτίβισμα (χελιδονιού, αηδονιού κ.λπ.)
  2. ο ήχος που παράγει το τζιτζίκι, η τρίλια
  3. η απομίμηση του τραγουδιού, της φωνής ή των ήχων που παράγουν πουλιά ή έντομα (χελιδόνια, αηδόνια, τζίτζικες κ.λπ.)
  4. (κατ’ επέκταση) σιγανό ή μουρμουριστό τραγούδισμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.