τερέτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τερέτισμα | τα | τερετίσματα |
| γενική | του | τερετίσματος | των | τερετισμάτων |
| αιτιατική | το | τερέτισμα | τα | τερετίσματα |
| κλητική | τερέτισμα | τερετίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τερέτισμα < αρχαία ελληνική τερέτισμα < τερετίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
τερέτισμα ουδέτερο
- ο λαρυγγισμός ή το (σιγανό) κελάηδημα ή τιτίβισμα (χελιδονιού, αηδονιού κ.λπ.)
- ο ήχος που παράγει το τζιτζίκι, η τρίλια
- η απομίμηση του τραγουδιού, της φωνής ή των ήχων που παράγουν πουλιά ή έντομα (χελιδόνια, αηδόνια, τζίτζικες κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) σιγανό ή μουρμουριστό τραγούδισμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τερετίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.