τερετισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τερετισμός | οι | τερετισμοί |
| γενική | του | τερετισμού | των | τερετισμών |
| αιτιατική | τον | τερετισμό | τους | τερετισμούς |
| κλητική | τερετισμέ | τερετισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τερετισμός < αρχαία ελληνική τερετισμός < τερετίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τερετίζω
Μεταφράσεις
τερετισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.