κελάηδημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κελάηδημα τα κελαηδήματα
      γενική του κελαηδήματος των κελαηδημάτων
    αιτιατική το κελάηδημα τα κελαηδήματα
     κλητική κελάηδημα κελαηδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κελάηδημα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κελάδημα < αρχαία ελληνική κελαδέω/κελαδῶ < κέλαδος
Για τη γραφή με ιώτα <ι> δείτε κελαηδώ

Ουσιαστικό

κελάηδημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.