chirp

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό - 
Επιφώνημα
ενικός αριθμός: chirp (en)
πληθυντικός αριθμός: chirps (en)
- τσιριτρό, τσιρ, τσιριχτό και σύντομο κελάηδημα
- ηλεκτρονικός υψίσυχνος ήχος μικρής διάρκειας ή άλλος παρόμοιος ήχος
- (νοτιοαφρικανικό) μιλώ αποδοκιμαστικά σε κάποιον (άμεσα/ευθέως/μπροστά του)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.