τζίτζικας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζίτζικας οι τζίτζικες
      γενική του τζίτζικα των τζιτζίκων
    αιτιατική τον τζίτζικα τους τζίτζικες
     κλητική τζίτζικα τζίτζικες
Και πληθυντικός οι τζιτζίκοι
Δείτε και το ουδέτερο το τζιτζίκι.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας τζίτζικας

Ετυμολογία

τζίτζικας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέττιξ από την αιτιατική «τὸν τέττιγα» ή «τέττικα», (ηχομιμητική λέξη) με επίδραση του «τζι τζι»[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈd͡zi.d͡zi.kas/

Ουσιαστικό

τζίτζικας αρσενικό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.