tweet
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| tweet | tweets |
Ουσιαστικό
tweet (fr) αρσενικό
- ένα (σύντομο) μήνυμα που στέλνεται μέσω του δικτύου τουίτερ και περιέχει έως και 140 χαρακτήρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.