τελειότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τελειότης αἱ τελειότητες
      γενική τῆς τελειότητος τῶν τελειοτήτων
      δοτική τῇ τελειότητ ταῖς τελειότησ(ν)
    αιτιατική τὴν τελειότητ τὰς τελειότητᾰς
     κλητική ! τελειότης τελειότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τελειότητε
γεν-δοτ τοῖν  τελειοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελειότης < τέλει(ς) + -της

Ουσιαστικό

τελειότης, -ητος θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.