τεκνοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεκνοποιητικός | η | τεκνοποιητική | το | τεκνοποιητικό |
| γενική | του | τεκνοποιητικού | της | τεκνοποιητικής | του | τεκνοποιητικού |
| αιτιατική | τον | τεκνοποιητικό | την | τεκνοποιητική | το | τεκνοποιητικό |
| κλητική | τεκνοποιητικέ | τεκνοποιητική | τεκνοποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεκνοποιητικοί | οι | τεκνοποιητικές | τα | τεκνοποιητικά |
| γενική | των | τεκνοποιητικών | των | τεκνοποιητικών | των | τεκνοποιητικών |
| αιτιατική | τους | τεκνοποιητικούς | τις | τεκνοποιητικές | τα | τεκνοποιητικά |
| κλητική | τεκνοποιητικοί | τεκνοποιητικές | τεκνοποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεκνοποιητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεκνοποιητικός
Συγγενικά
- τεκνοποίηση
- → δείτε τις λέξεις τεκνοποιώ, τέκνο και ποιώ
Μεταφράσεις
τεκνοποιητικός
|
|
Πηγές
«τεκνοποίηση, τεκνοποιητικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τεκνοποιητικός | ἡ | τεκνοποιητική | τὸ | τεκνοποιητικόν |
| γενική | τοῦ | τεκνοποιητικοῦ | τῆς | τεκνοποιητικῆς | τοῦ | τεκνοποιητικοῦ |
| δοτική | τῷ | τεκνοποιητικῷ | τῇ | τεκνοποιητικῇ | τῷ | τεκνοποιητικῷ |
| αιτιατική | τὸν | τεκνοποιητικόν | τὴν | τεκνοποιητικήν | τὸ | τεκνοποιητικόν |
| κλητική ὦ! | τεκνοποιητικέ | τεκνοποιητική | τεκνοποιητικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | τεκνοποιητικοί | αἱ | τεκνοποιητικαί | τὰ | τεκνοποιητικᾰ́ |
| γενική | τῶν | τεκνοποιητικῶν | τῶν | τεκνοποιητικῶν | τῶν | τεκνοποιητικῶν |
| δοτική | τοῖς | τεκνοποιητικοῖς | ταῖς | τεκνοποιητικαῖς | τοῖς | τεκνοποιητικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | τεκνοποιητικούς | τὰς | τεκνοποιητικᾱ́ς | τὰ | τεκνοποιητικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | τεκνοποιητικοί | τεκνοποιητικαί | τεκνοποιητικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεκνοποιητικώ | τὼ | τεκνοποιητικᾱ́ | τὼ | τεκνοποιητικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | τεκνοποιητικοῖν | τοῖν | τεκνοποιητικαῖν | τοῖν | τεκνοποιητικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεκνοποιητικός < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- τεκνοποιητικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τεκνοποιητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.