τεκνοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεκνοποίηση οι τεκνοποιήσεις
      γενική της τεκνοποίησης* των τεκνοποιήσεων
    αιτιατική την τεκνοποίηση τις τεκνοποιήσεις
     κλητική τεκνοποίηση τεκνοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τεκνοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεκνοποίηση < ελληνιστική κοινή τεκνοποίησις < αρχαία ελληνική τεκνοποιέω / τεκνοποιῶ < τέκνον + ποιέω / ποιῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /te.knoˈpi.i.si/

Ουσιαστικό

τεκνοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.