τέκνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τεκνο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | τέκνον | τὰ | τέκνᾰ | |
| γενική | τοῦ | τέκνου | τῶν | τέκνων | |
| δοτική | τῷ | τέκνῳ | τοῖς | τέκνοις | |
| αιτιατική | τὸ | τέκνον | τὰ | τέκνᾰ | |
| κλητική ὦ! | τέκνον | τέκνᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέκνω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τέκνοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- τέκνον, ήδη ομηρικό < θέμα τεκ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tek- (γεννάω, τίκτω) + -νο(ν). Το θέμα τεκ-, όπως και στον αόριστο β' ἔ‑τεκ‑ον του τίκτω).[1] Για τα συγγενή, δείτε *tek-.
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τέκνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέκνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.