τεκνογονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεκνογονία οι τεκνογονίες
      γενική της τεκνογονίας των τεκνογονιών
    αιτιατική την τεκνογονία τις τεκνογονίες
     κλητική τεκνογονία τεκνογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεκνογονία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τεκνογονία θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.