τεκνοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τεκνοποιία | οι | τεκνοποιίες |
| γενική | της | τεκνοποιίας | των | τεκνοποιιών |
| αιτιατική | την | τεκνοποιία | τις | τεκνοποιίες |
| κλητική | τεκνοποιία | τεκνοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεκνοποιία < αρχαία ελληνική τεκνοποιία < τέκνον + ποιέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τεκνοποιίᾱ | αἱ | τεκνοποιίαι |
| γενική | τῆς | τεκνοποιίᾱς | τῶν | τεκνοποιιῶν |
| δοτική | τῇ | τεκνοποιίᾳ | ταῖς | τεκνοποιίαις |
| αιτιατική | τὴν | τεκνοποιίᾱν | τὰς | τεκνοποιίᾱς |
| κλητική ὦ! | τεκνοποιίᾱ | τεκνοποιίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεκνοποιίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τεκνοποιίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τεκνοποιία θηλυκό
- τεκνοποίηση
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1162a
- καὶ τεκνοποιία κοινότερον τοῖς ζῴοις. τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ἐπὶ τοσοῦτον ἡ κοινωνία ἐστίν, οἱ δ᾽ ἄνθρωποι οὐ μόνον τῆς τεκνοποιίας χάριν συνοικοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τῶν εἰς τὸν βίον·
- και η επιθυμία για τεκνοποίηση είναι πιο κοινή σε όλα τα ζώα. Ενώ όμως στα άλλα ζώα η συνύπαρξη και η συνάφεια φτάνει ως αυτό μόνο το σημείο, οι άνθρωποι συνοικούν όχι μόνο για την τεκνοποίηση, αλλά και για όλες τις άλλες ανάγκες της ζωής·
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ τεκνοποιία κοινότερον τοῖς ζῴοις. τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ἐπὶ τοσοῦτον ἡ κοινωνία ἐστίν, οἱ δ᾽ ἄνθρωποι οὐ μόνον τῆς τεκνοποιίας χάριν συνοικοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τῶν εἰς τὸν βίον·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 1395b
- οἷον εἴ τις γείτοσι τύχοι κεχρημένος ἢ τέκνοις φαύλοις, ἀποδέξαιτ᾽ ἂν τοῦ εἰπόντος ὅτι οὐδὲν γειτονίας χαλεπώτερον ἢ ὅτι οὐδὲν ἠλιθιώτερον τεκνοποιίας,
- Αν, επί παραδείγματι, συμβεί κάποιος να μην έχει καλούς γείτονες ή να μην έχει καλά παιδιά, θα ακούσει με ευχαρίστηση αυτόν που λέει πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη γειτνίαση ή ότι δεν υπάρχει ηλιθιότερο πράγμα από την τεκνοποιία.
- Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἷον εἴ τις γείτοσι τύχοι κεχρημένος ἢ τέκνοις φαύλοις, ἀποδέξαιτ᾽ ἂν τοῦ εἰπόντος ὅτι οὐδὲν γειτονίας χαλεπώτερον ἢ ὅτι οὐδὲν ἠλιθιώτερον τεκνοποιίας,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1162a
- υιοθεσία
Πηγές
- τεκνοποιία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τεκνοποιία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.