τεκνοποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τεκνοποίησῐς | αἱ | τεκνοποιήσεις |
| γενική | τῆς | τεκνοποιήσεως | τῶν | τεκνοποιήσεων |
| δοτική | τῇ | τεκνοποιήσει | ταῖς | τεκνοποιήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | τεκνοποίησῐν | τὰς | τεκνοποιήσεις |
| κλητική ὦ! | τεκνοποίησῐ | τεκνοποιήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεκνοποιήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τεκνοποιησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεκνοποίησις < τεκνοποιέω < τέκνον + ποιέω / ποιῶ
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.