τεκνοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

τεκνοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεκνοποιώ
  2. θα τεκνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεκνοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τεκνοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τεκνοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.