ταρτάν
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /taɾˈtan/
Ετυμολογία 1

Υλικό ταρτάν σε αφετηρία δρόμου 200 μέτρων.
Ουσιαστικό
ταρτάν ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) συνθετικός τάπητας φτιαγμένος από πολυουρεθάνη ή άλλα υλικά που στρώνεται σε αθλητική εγκατάσταση για αγώνες στίβου, ώστε να διευκολύνει τους αθλητές, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών (αν πρόκειται για ανοιχτό στίβο)
Ετυμολογία 2

ύφασμα ταρτάν
- ταρτάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική tartan (αρχική σημασία: ύφασμα από ξασμένο μαλλί) < αγγλική tartan < [4]
- πιθανόν < μέση αγγλική tartaryn < μέση γαλλική tartarin (ρούχο των Τατάρων) / tiretaine (ρούχο από διάφορα υφάσματα ανακατεμένα)
- ή κατ' άλλη άποψη < παλαιά γαλλική tiret (είδος ρούχου) < tire < μεσαιωνική λατινική tyrius (από την Τύρο) < λατινική Tyrus (Τύρος) < αρχαία ελληνική Τύρος < φοινικική 𐤑𐤅𐤓 (ṣwr: Τύρος)
Ουσιαστικό
Αναφορές
- 3M → δείτε
tartan track στην αγγλική Βικιπαίδεια

Η λέξη ακούστηκε ευρύτερα στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού στα 1968 με ισπανική προφορά. - ταρτάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταρτάν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.