Τάταρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τάταρος οι Τάταροι
      γενική του Τάταρου των Τάταρων
    αιτιατική τον Τάταρο τους Τάταρους
     κλητική Τάταρε Τάταροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τάταρος < γαλλική Tatar < παλαιά γαλλική Tartaire < μεσαιωνική λατινική Tartarus < παλαιά τουρκικά Tatar‏ (Απαντά και ο τύπος Τάρταρος με παρετυμολόγηση από το λατινικά Tartarus < αρχαία ελληνική Τάρταρος)

Κύριο όνομα

Τάταρος αρσενικό (θηλυκό Τατάρα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.