καρό
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
καρό ουδέτερο άκλιτο
- διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόμβου ή τετραγώνου
- τραπουλόχαρτο με την εικόνα του σχήματος ρόμβου πάνω του
Συγγενικά
- καροδάκι
- καρουδάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

