καρό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρό < (άμεσο δάνειο) γαλλική carreau
ύφασμα με καρό
τα καρό μιας τράπουλας

Ουσιαστικό

καρό ουδέτερο άκλιτο

  1. διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόμβου ή τετραγώνου
  2. τραπουλόχαρτο με την εικόνα του σχήματος ρόμβου πάνω του

Συγγενικά

  • καροδάκι
  • καρουδάκι

μοτίβα:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.