Τάρταρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | Τάρταρος | τα | Τάρταρα |
| γενική | του | Ταρτάρου * | των | Ταρτάρων |
| αιτιατική | τον | Τάρταρο | τα | Τάρταρα |
| κλητική | Τάρταρε | Τάρταρα | ||
| Και προφορικό, του Τάρταρου. | ||||
| Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τάρταρος < αρχαία ελληνική Τάρταρος
- Τάρταρος < Τάταρος
Κύριο όνομα
Τάρταρος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Τάρταρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Τάρταρος αρσενικό ή θηλυκό, πληθυντικός: ουδέτερο
Πηγές
- Τάρταρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Τάρταρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.