Σκοτία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σκοτία οι Σκοτίες
      γενική της Σκοτίας των (Σκοτιών)
    αιτιατική τη Σκοτία τις Σκοτίες
     κλητική Σκοτία Σκοτίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκοτία < Σκωτία

Προφορά

ΔΦΑ : /skoˈti.a/
ομόηχο: σκοτία

Κύριο όνομα

Σκοτία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.