ἑταῖρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἑταῖρος < ἔτης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swé (ἑός)

Ουσιαστικό

ἑταῖρος αρσενικό και στην ιωνική ἕταρος (θηλ. ἑταίρα)

  1. φίλος
  2. συμπολεμιστής
  3. ομοϊδεάτης (εκείνος που ανήκει στην ίδια πολιτική παράταξη,αλλά αυτό συνήθως στον πληθυντικό, οι ἑταῖροι)
  4. συνάδελφος, συνέταιρος
  5. συνοδός
  6. οπαδός, μαθητής
  7. κοινωνός της ίδιας τάξης, σύνδουλος
  8. ο ευγενής που υπηρετούσε στο ομώνυμο σώμα του μακεδονικού ιππικού
  9. ο εραστής

Συγγενικά

  • ἑταιρεία και στην ιωνική ἑταιρηίη και ἑταιρία
  • ἑταιρεῖος,α,ον και στην ιωνική ἑταιρήιος,η,ον
  • ἑταιρίζω
  • ἑταιρικός,ή,όν
  • ἑταιρεύομαι και ἑταιρέω (από το ἑταίρα)

Σύνθετα

  • πεζέταιρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.