τάβλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τάβλα | οι | τάβλες |
| γενική | της | τάβλας | των | ταβλών |
| αιτιατική | την | τάβλα | τις | τάβλες |
| κλητική | τάβλα | τάβλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τάβλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τάβλα (όπως στη σημασία: τραπέζι για ζάρια) < λατινική tabula
- Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.vla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐βλα
Ουσιαστικό
τάβλα θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τάβλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.