τάβλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάβλα οι τάβλες
      γενική της τάβλας των ταβλών
    αιτιατική την τάβλα τις τάβλες
     κλητική τάβλα τάβλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάβλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τάβλα (όπως στη σημασία: τραπέζι για ζάρια) < λατινική tabula
  • Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈta.vla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τάβλα

Ουσιαστικό

τάβλα θηλυκό

  1. σανίδα (σχετικά χοντρή)
  2. (δημοτική) τραπέζι (σχετικά χαμηλό και στενόμακρο)
    Τα δημοτικά τραγούδια της τάβλας τραγουδιούνταν από την παρέα στο τραπέζι, την ώρα του φαγητού.
    (συμποτικά επιτραπέζια δημοτικά τραγούδια)

Συγγενικά

Επίρρημα

τάβλα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.