σκνίπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκνίπα οι σκνίπες
      γενική της σκνίπας των (σκνιπών)
    αιτιατική τη σκνίπα τις σκνίπες
     κλητική σκνίπα σκνίπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκνίπα.

Ετυμολογία

σκνίπα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκνίψ (αρσενικό) από την αιτιατική «τόν σκνῖπα» και μεταπλασμό σε θηλυκό[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskni.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκνίπα

Ουσιαστικό

σκνίπα θηλυκό

  1. (έντομο) κοινή ονομασία για έντομα που μοιάζουν με κουνούπι και ανήκουν σε οικογένειες δίπτερων
      Κοργιοί, κουνούπια, σκνῖπες, ψύλλοι καὶ μερμήγκοι, / Νά σε τσιμποῦν φρικτὰ καὶ νά σε διαολίζουν
    Κωνσταντίνος Σκόκος, «Το καλοκαίρι εις την Αθήνα», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886
  2. (μεταφορικά) μεθυσμένος
    στη φράση: είμαι σκνίπα στο μεθύσι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.