σύσφιξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύσφιξη | οι | συσφίξεις |
| γενική | της | σύσφιξης | των | συσφίξεων |
| αιτιατική | τη | σύσφιξη | τις | συσφίξεις |
| κλητική | σύσφιξη | συσφίξεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. Συγκρίνετε με το λόγιο σύσφιγξη. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύσφιξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύσφιγξις με αποβολή του [ŋ] πριν απο [g] + -ση (→ δείτε τη λέξη σύσφιγξη) < συσφίγγω < σύν (σύ-) + αρχαία ελληνική σφίγγω
- (μεταφορική έννοια) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική resserrement[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.sfi.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐σφι‐ξη
Ουσιαστικό
σύσφιξη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συσφίγγω
- το σφίξιμο με το οποίο συνδέονται γερά δυο πράγματα
- (μεταφορικά) η ισχυροποίηση, το δέσιμο
- (μετεωρολογία) το συνεσφιγμένο μέτωπο
Μεταφράσεις
σύσφιξη
Αναφορές
- σύσφιξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.