σύνοικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σύνοικος οι σύνοικοι
      γενική του/της
του
συνοίκου
σύνοικου
των συνοίκων
    αιτιατική τον/τη σύνοικο τους/τις
τους
συνοίκους
σύνοικους
     κλητική σύνοικε σύνοικοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνοικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνοικος < σύν- + οἶκος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύνοικος
παλιότερος συλλαβισμός: σύνοικος

Ουσιαστικό

σύνοικος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συν και οίκος

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.