ανασυνοικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασυνοικισμός οι ανασυνοικισμοί
      γενική του ανασυνοικισμού των ανασυνοικισμών
    αιτιατική τον ανασυνοικισμό τους ανασυνοικισμούς
     κλητική ανασυνοικισμέ ανασυνοικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανασυνοικισμός < ανασυνοικίζω + -μός

Ουσιαστικό

ανασυνοικισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.