συνοικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνοικισμός οι συνοικισμοί
      γενική του συνοικισμού των συνοικισμών
    αιτιατική τον συνοικισμό τους συνοικισμούς
     κλητική συνοικισμέ συνοικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοικισμός < αρχαία ελληνική συνοικισμός

Ουσιαστικό

συνοικισμός αρσενικό

  1. ομάδα σπιτιών σε μια περιοχή, όπου προηγουμένως δεν υπήρχαν άλλα
  2. αξιοπρεπής καταυλισμός για πρόσφυγες που εγκαθίστανται από το κράτος σε μια περιοχή
  3. συμβίωση ζώων που δεν ανήκουν στο ίδιο είδος
  4. λέγεται και έτσι η συνένωση ή συνοίκιση των 12 δήμων της Αττικής σε έναν από τον Θησέα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συνοικισμός < συνοικίζω

Ουσιαστικό

συνοικισμός αρσενικό

Συγγενικά

και από το συνοικέω

  • συνοίκημα
  • συνοικητήρ και συνοικήτωρ (συγκάτοικος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.