συνοικισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνοικισμός | οι | συνοικισμοί |
| γενική | του | συνοικισμού | των | συνοικισμών |
| αιτιατική | τον | συνοικισμό | τους | συνοικισμούς |
| κλητική | συνοικισμέ | συνοικισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνοικισμός < αρχαία ελληνική συνοικισμός
Ουσιαστικό
συνοικισμός αρσενικό
- ομάδα σπιτιών σε μια περιοχή, όπου προηγουμένως δεν υπήρχαν άλλα
- αξιοπρεπής καταυλισμός για πρόσφυγες που εγκαθίστανται από το κράτος σε μια περιοχή
- συμβίωση ζώων που δεν ανήκουν στο ίδιο είδος
- λέγεται και έτσι η συνένωση ή συνοίκιση των 12 δήμων της Αττικής σε έναν από τον Θησέα
Μεταφράσεις
συνοικισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- συνοικισμός < συνοικίζω
Συγγενικά
- συνοίκια
- συνοίκισις (η σε μία πόλη συνένωση)
- συνοικιστήρ (θεμελιωτής πόλης)
και από το συνοικέω
- συνοίκημα
- συνοικητήρ και συνοικήτωρ (συγκάτοικος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.