συνοικιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνοικιακός | η | συνοικιακή | το | συνοικιακό |
| γενική | του | συνοικιακού | της | συνοικιακής | του | συνοικιακού |
| αιτιατική | τον | συνοικιακό | τη | συνοικιακή | το | συνοικιακό |
| κλητική | συνοικιακέ | συνοικιακή | συνοικιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνοικιακοί | οι | συνοικιακές | τα | συνοικιακά |
| γενική | των | συνοικιακών | των | συνοικιακών | των | συνοικιακών |
| αιτιατική | τους | συνοικιακούς | τις | συνοικιακές | τα | συνοικιακά |
| κλητική | συνοικιακοί | συνοικιακές | συνοικιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνοικιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συνοικιακός, -ή, -ό
- που βρίσκεται σε συνοικία, αναφέρεται, ή έχει σχέση με αυτή
- ↪ συνοικιακά καταστήματα, συνοικιακά συμβούλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.