συνοικέσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνοικέσιο τα συνοικέσια
      γενική του συνοικεσίου
& συνοικέσιου
των συνοικεσίων
    αιτιατική το συνοικέσιο τα συνοικέσια
     κλητική συνοικέσιο συνοικέσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοικέσιο < ελληνιστική κοινή συνοικέσιον (συγκατοίκηση, γάμος) < αρχαία ελληνική συνοικέω < σύνοικος < σύν + οἶκος

Ουσιαστικό

συνοικέσιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.