κόμπλεξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κόμπλεξ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική complex < γερμανική Komplex < λατινική complexus < complector < plecto < πρωτοϊταλική *plektō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ- (πλέκω) < *pel- (τυλίγω, καλύπτω)
Συγγενικά
- ακομπλεξάριστα
- ακομπλεξάριστος
- κομπλεξάρω
- κομπλεξικά
- κομπλεξικός
- κομπλεξισμός
- → δείτε τη λέξη πλέκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.