αγνότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγνότητα οι αγνότητες
      γενική της αγνότητας των αγνοτήτων
    αιτιατική την αγνότητα τις αγνότητες
     κλητική αγνότητα αγνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγνότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγνότης από την αιτιατική «τὴν ἀγνότητα»

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣno.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγνότητα

Ουσιαστικό

αγνότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αγνού
    η αγνότητα ενός μικρού παιδιού
    η αγνότητα των υλικών μας εγγυάται την επιτυχία της συνταγής σας
  2. η παρθενία
    έχασε την αγνότητά της
    εκφράσεις: ζώνη αγνότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.