αυτοκυριαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοκυριαρχία | οι | αυτοκυριαρχίες |
| γενική | της | αυτοκυριαρχίας | των | αυτοκυριαρχιών |
| αιτιατική | την | αυτοκυριαρχία | τις | αυτοκυριαρχίες |
| κλητική | αυτοκυριαρχία | αυτοκυριαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοκυριαρχία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbst-verwaltung
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1849.
Ουσιαστικό
αυτοκυριαρχία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.