σωτηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωτηρία οι σωτηρίες
      γενική της σωτηρίας των σωτηριών
    αιτιατική τη σωτηρία τις σωτηρίες
     κλητική σωτηρία σωτηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωτηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σωτηρία

Προφορά

ΔΦΑ : /so.tiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σωτηρία

Ουσιαστικό

σωτηρία θηλυκό συνήθως στον ενικό

  1. απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο ή ασθένεια
  2. (στη θρησκεία) η λύτρωση της ανθρωπότητας από δεινά όπως ο πόνος, η κακία ή ο θάνατος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σωτηρῐα-
ονομαστική σωτηρί αἱ σωτηρίαι
      γενική τῆς σωτηρίᾱς τῶν σωτηριῶν
      δοτική τῇ σωτηρί ταῖς σωτηρίαις
    αιτιατική τὴν σωτηρίᾱν τὰς σωτηρίᾱς
     κλητική ! σωτηρί σωτηρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωτηρί
γεν-δοτ τοῖν  σωτηρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωτηρία < σωτήρ + -ία, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σωτήριος[1]

Ουσιαστικό

σωτηρία, -ας θηλυκό

  • ιωνικός τύπος: σωτηρίη

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.