σωτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σωτήρ | οἱ | σωτῆρες |
| γενική | τοῦ | σωτῆρος | τῶν | σωτήρων |
| δοτική | τῷ | σωτῆρῐ | τοῖς | σωτῆρσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | σωτῆρᾰ | τοὺς | σωτῆρᾰς |
| κλητική ὦ! | σῶτερ* | σωτῆρες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωτῆρε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σωτήροιν | ||
| * Εξαίρεση στην κλητική ενικού (αντί -ήρ) | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σωτήρ, -ῆρος αρσενικό
- σωτήρας, αυτός που σώζει, που προστατεύει
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 11 ,1.9-10
- νομίσαντες τὸν μὲν Βρασίδαν σωτῆρά τε σφῶν γεγενῆσθαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 11 ,1.9-10
- (ελληνιστική σημασία) ο Χριστός
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- «σωτήρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σωτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σωτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.