λύτρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λύτρωση | οι | λυτρώσεις |
| γενική | της | λύτρωσης* | των | λυτρώσεων |
| αιτιατική | τη | λύτρωση | τις | λυτρώσεις |
| κλητική | λύτρωση | λυτρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λυτρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λύτρωση < ελληνιστική κοινή λύτρωσις
Ουσιαστικό
λύτρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λυτρώνω η απαλλαγή από δεινά, απόσειση πιεστικών καταστάσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.