σχετικοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχετικοκρατία οι σχετικοκρατίες
      γενική της σχετικοκρατίας των σχετικοκρατιών
    αιτιατική τη σχετικοκρατία τις σχετικοκρατίες
     κλητική σχετικοκρατία σχετικοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχετικοκρατία < σχετικός + -κρατία

Ουσιαστικό

σχετικοκρατία θηλυκό

  • (φιλοσοφία) θεωρία κατά την οποία προκρίνεται η σχετική και όχι η απόλυτη / αντικειμενική γνώση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.