σχετικότης

Νέα ελληνικά (el)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχετικότης αἱ σχετικότητες
      γενική τῆς σχετικότητος τῶν σχετικοτήτων
      δοτική τῇ σχετικότητ ταῖς σχετικότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σχετικότητ τὰς σχετικότητᾰς
     κλητική ! σχετικότης σχετικότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχετικότητε
γεν-δοτ τοῖν  σχετικοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχετικότης < σχετικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

σχετικότης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.