σχέδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σχέδιον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σχέδιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σχέδιος
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σχέδιο στην ελληνιστική σημασία του σχέδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.